βακτηρίας

βακτηρίας
βακτηρίᾱς , βακτηρία
staff
fem acc pl
βακτηρίᾱς , βακτηρία
staff
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βακτηρίδια — Μικρόβια που έχουν σχήμα βακτηρίας (ραβδιού). Ο όρος είναι συνώνυμος με τον όρο μικρόβια. Στις ξένες γλώσσες έχει επικρατήσει η λέξη β., γιατί τα περισσότερα από τα πρώτα μικρόβια που ανακαλύφθηκαν καθώς και τα περισσότερα που ζουν στο σώμα και… …   Dictionary of Greek

  • VIRGA — I. VIRGA Investitura fit, vel proprie tradendo terram ipsam, seu feudum: vel improprie, tradendo terrae vel feudi nomine, vexillum, hastam, sagirtam, vide Ingulphum, p. 901. Ex hastae traditione nata est consuerudo, per festucam, vel virgam,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παρεξαίρω — Α 1. σηκώνω, υψώνω κοντά («βακτηρίας... ἅς παρεξαίροντας εἰς τὴν ἐπιφάνειαν... σώζεσθαι», Στράβ.) 2. παθ. παρεξαίρομαι α) υψώνομαι β) επαίρομαι («παρεξαρθέντες οὐκ ἀνθρωπίνως», Σκύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξαίρω «υψώνω»] …   Dictionary of Greek

  • Μομφερράτος, Αντώνιος — (Ναύπλιο 1852 – Αθήνα 1924). Πολιτικός. Εξελέγη πολλές φορές βουλευτής Κεφαλληνίας, χρημάτισε επανειλημμένα υπουργός (Δικαιοσύνης το 1898, Παιδείας το 1902, Εξωτερικών το 1916) και το 1911 έγινε καθηγητής του αστικού δικαίου στη νομική σχολή του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”